ασκίτης

ασκίτης
Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή των νεφρών. Το υγρό του α. περιέχει 1-3% λεύκωμα και μπορεί να φτάσει σε βάρος τα 15 με 20 κιλά. Όταν η ποσότητα του υγρού γίνει μεγάλη, η κοιλιά των ασθενών διογκώνεται, με αποτέλεσμα την πίεση του διαφράγματος και τη δυσχέρεια της αναπνοής. Σπάνια το υγρό αυτό είναι αιματηρό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αιμορραγικού α. ή περιέχει λιπαρές ουσίες, όπως με τον χυλώδηα. Η κλασική μέθοδος θεραπείας του α. είναι η παρακέντηση της κοιλιάς για την απορρόφηση του υγρού.
* * *
ο (Α ἀσκίτης) [ἀσκός]
άθροιση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ανάμεσα στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό τοίχωμα και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσκίτης — dropsy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίται — ἀσκίτης dropsy masc nom/voc pl ἀσκίτᾱͅ , ἀσκίτης dropsy masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκιτῶν — ἀσκίτης dropsy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίταις — ἀσκίτης dropsy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίτην — ἀσκίτης dropsy masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίτου — ἀσκίτης dropsy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίτῃ — ἀσκίτης dropsy masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίτῃσι — ἀσκίτης dropsy masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… …   Dictionary of Greek

  • ἀσκίτας — ἀσκίτᾱς , ἀσκίτης dropsy masc acc pl ἀσκίτᾱς , ἀσκίτης dropsy masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”